- διδάγματος
- δίδαγμαlessonneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμύθιον — τὸ, Α [προμυθία] 1. εισαγωγή μύθου με τη μορφή ηθικού διδάγματος, παραίνεσης 2. ως κύριο όν. Προμύθιον τίτλος έργου τού Σώφρονος … Dictionary of Greek